κουρά — κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc/acc dual (attic ionic) κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κουράς painting on a ceiling fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρα — κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾷ — κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρᾳ — κούρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρᾶ — κουρεύς barber masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράων — κουρά̱ων , κόρη girl fem gen pl (epic ionic aeolic) κουρά̱ων , κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾶι — κουρᾷ , κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράν — κουρά̱ν , κουρά cropping fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)